- ευόλισθος
- εὐόλισθος, -ον (ΑΜ)1. ολισθηρός2. ασταθής («μειράκια ἡλικίᾳ εὐολίσθῳ χρώμενα», Φίλ.)μσν.1. αυτός που γλιστράει απαλά («εὐόλισθος στόλος», Πισίδ. Γ.)2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐόλισθονη αστάθεια («τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐόλισθον», Στουδ. Θεόδ.).επίρρ...εὐολίσθως (Α)με τάση για γλίστρημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + < όλισθος «γλίστρημα»].
Dictionary of Greek. 2013.